blenoreo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- blenoreo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | blenoreo | blenoreoj |
αιτιατική | blenoreon | blenoreojn |
blenoreo (eo)
- (ιατρική) η βλεννόρροια
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | blenoreo | blenoreoj |
αιτιατική | blenoreon | blenoreojn |
blenoreo (eo)