bitumineux
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- bitumineux < λατινική bituminosus
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bitumineux | bitumineux |
θηλυκό | bitumineuse | bitumineuses |
bitumineux (fr)
- που περιέχει άσφαλτο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη bitume