bigoto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- bigoto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bigoto | bigotoj |
αιτιατική | bigoton | bigotojn |
bigoto (eo)
- (θρησκεία) ο θρησκομανής
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bigoto | bigotoj |
αιτιατική | bigoton | bigotojn |
bigoto (eo)