betonmiksilo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- betonmiksilo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | betonmiksilo | betonmiksiloj |
αιτιατική | betonmiksilon | betonmiksilojn |
betonmiksilo (eo)