Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bernicle bernicles

bernicle (fr) θηλυκό

  1. (συνήθως στον πληθυντικό) χαζομάρα, βλακεία

  Επίρρημα

επεξεργασία

bernicle (fr)

  1. (παρωχημένο) τίποτα