ενεστώτας bend to
γ΄ ενικό ενεστώτα bends to
αόριστος bent to
παθητική μετοχή bent to
ενεργητική μετοχή bending to

  Ετυμολογία

επεξεργασία
bend to < → δείτε τις λέξεις bend και to

bend to (en)

  • (επίσημο) λυγίζω, αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει αυτό που θέλω ή να αποδεχτεί τις απόψεις μου
    ⮡  Only his mother could bend him to her will.
    Μόνο η μητέρα του θα μπορούσε να τον λυγίσει.