bend to
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | bend to |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bends to |
αόριστος | bent to |
παθητική μετοχή | bent to |
ενεργητική μετοχή | bending to |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαbend to (en)
- (επίσημο) λυγίζω, αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει αυτό που θέλω ή να αποδεχτεί τις απόψεις μου
- ⮡ Only his mother could bend him to her will.
- Μόνο η μητέρα του θα μπορούσε να τον λυγίσει.
- ⮡ Only his mother could bend him to her will.
Πηγές
επεξεργασία- bend to - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 512. ISBN 9780194325684., λήμμα: λυγίζω