Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

  1. εμπόλεμος
  2. επιτιθέμενος, εχθρικός, επιθετικός, φιλοπόλεμος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

  • για συγκεκριμένο έθνος ή συγκεκριμένη χώρα που εμπλέκεται σε σύρραξη