belie
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | belie |
γ΄ ενικό ενεστώτα | belies |
αόριστος | belied |
παθητική μετοχή | belied |
ενεργητική μετοχή | belying |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
belie (en)
- λέω ψέμματα (για κάποιον), δυσφημώ
- δίνω λανθασμένη εντύπωση, διαστρεβλώνω
- αντικρούω, διαψεύδω
Συνώνυμα
επεξεργασία- misrepresent [2]
- contradict [3]