Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /bɪˈlaɪ/
ενεστώτας belie
γ΄ ενικό ενεστώτα belies
αόριστος belied
παθητική μετοχή belied
ενεργητική μετοχή belying
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

belie (en)

  1. λέω ψέμματα (για κάποιον), δυσφημώ
  2. δίνω λανθασμένη εντύπωση, διαστρεβλώνω
  3. αντικρούω, διαψεύδω

Συνώνυμα

επεξεργασία