behave
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαbehave (en)
- συμπεριφέρομαι σωστά, δείχνω την πρέπουσα συμπεριφορά, φέρομαι καλά (με τύπους του oneself ή και χωρίς αυτούς)
- You need to behave yourself. (Πρέπει να δείξεις αυτοσυγκράτηση, να "μαζευτείς", να φερθείς σωστά)
- You are not taking back your laptop unless you behave. (Δεν πρόκειται να πάρεις πίσω το φορητό υπολογιστή σου αν δεν "μαζευτείς", αν δεν δειξεις καλή συμπεριφορά)
- συμπεριφέρομαι (γενικά) με το as ή το like, με κάποιο επίρρημα ή με μια επιρρηματική φράση
- How did the students behave while I was gone? (Πώς συμπεριφέρονταν οι σπουδαστές κατά την απουσία μου;)
Επιφώνημα
επεξεργασίαbehave (en)