behave (en)

  1. συμπεριφέρομαι σωστά, δείχνω την πρέπουσα συμπεριφορά, φέρομαι καλά (με τύπους του oneself ή και χωρίς αυτούς)
    You need to behave yourself. (Πρέπει να δείξεις αυτοσυγκράτηση, να "μαζευτείς", να φερθείς σωστά)
    You are not taking back your laptop unless you behave. (Δεν πρόκειται να πάρεις πίσω το φορητό υπολογιστή σου αν δεν "μαζευτείς", αν δεν δειξεις καλή συμπεριφορά)
  2. συμπεριφέρομαι (γενικά) με το as ή το like, με κάποιο επίρρημα ή με μια επιρρηματική φράση
    How did the students behave while I was gone? (Πώς συμπεριφέρονταν οι σπουδαστές κατά την απουσία μου;)

  Επιφώνημα

επεξεργασία

behave (en)

  1. όμορφα, φρόνιμα