bedueno
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bedueno | beduenoj |
αιτιατική | beduenon | beduenojn |
bedueno (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bedueno | beduenoj |
αιτιατική | beduenon | beduenojn |
bedueno (eo)