baziliko
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- baziliko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | baziliko | bazilikoj |
αιτιατική | bazilikon | bazilikojn |
baziliko (eo)
- η βασιλική
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | baziliko | bazilikoj |
αιτιατική | bazilikon | bazilikojn |
baziliko (eo)