batalilo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | batalilo | bataliloj |
αιτιατική | batalilon | batalilojn |
batalilo (eo)
- το όπλο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | batalilo | bataliloj |
αιτιατική | batalilon | batalilojn |
batalilo (eo)