batado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | batado | batadoj |
αιτιατική | batadon | batadojn |
batado (eo)
- ο χτύπος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | batado | batadoj |
αιτιατική | batadon | batadojn |
batado (eo)