barko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | barko | barkoj |
αιτιατική | barkon | barkojn |
barko (eo)
- η βάρκα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | barko | barkoj |
αιτιατική | barkon | barkojn |
barko (eo)