barelo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | barelo | bareloj |
αιτιατική | barelon | barelojn |
barelo (eo)
- το βαρέλι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | barelo | bareloj |
αιτιατική | barelon | barelojn |
barelo (eo)