barbeto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | barbeto | barbetoj |
αιτιατική | barbeton | barbetojn |
barbeto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | barbeto | barbetoj |
αιτιατική | barbeton | barbetojn |
barbeto (eo)