Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

barb (en)

  1. αγκάθι
  2. αιχμή, λόγχη σε δόρυ
  3. ράτσα μικρόσωμου βορειοαφρικανικού αλόγου
  4. μπηχτή, αιχμή

  Ρήμα επεξεργασία

barb (en)

  1. στερεώνω λόγχη, ακίδα, αιχμή συνήθως σε ή ως προεξοχή
  2. (μεταφορικά) αφήνω αιχμές