baptopatrino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | baptopatrino | baptopatrinoj |
αιτιατική | baptopatrinon | baptopatrinojn |
baptopatrino (eo)
- η νουνά
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | baptopatrino | baptopatrinoj |
αιτιατική | baptopatrinon | baptopatrinojn |
baptopatrino (eo)