baptofilo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | baptofilo | baptofiloj |
αιτιατική | baptofilon | baptofilojn |
baptofilo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | baptofilo | baptofiloj |
αιτιατική | baptofilon | baptofilojn |
baptofilo (eo)