band together
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | band together |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bands together |
αόριστος | banded together |
παθητική μετοχή | banded together |
ενεργητική μετοχή | banding together |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαband together (en)
- συνεργάζομαι, σχηματίζω ομάδα για να πετύχω κάτι
- ⮡ We must band together to take him out of the market.
- Πρέπει να συνεργαστούμε για να τον βγάλουμε από την αγορά.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη collaborate
- ⮡ We must band together to take him out of the market.