bananejo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- bananejo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bananejo | bananejoj |
αιτιατική | bananejon | bananejojn |
bananejo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bananejo | bananejoj |
αιτιατική | bananejon | bananejojn |
bananejo (eo)