balotilo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | balotilo | balotiloj |
αιτιατική | balotilon | balotilojn |
balotilo (eo)
- το ψηφοδέλτιο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | balotilo | balotiloj |
αιτιατική | balotilon | balotilojn |
balotilo (eo)