balbutiement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
balbutiement | balbutiements |
Ουσιαστικό επεξεργασία
balbutiement (fr) αρσενικό
- το τραύλισμα
- (μεταφορικά) η αρχή, το ξεκίνημα
ενικός | πληθυντικός |
balbutiement | balbutiements |
balbutiement (fr) αρσενικό