balano
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | balano | balanoj |
αιτιατική | balanon | balanojn |
balano (eo)
- ο βάλανος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | balano | balanoj |
αιτιατική | balanon | balanojn |
balano (eo)