Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

bakĥanalio < bakĥanali- + -o

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική bakĥanalio bakĥanalioj
αιτιατική bakĥanalion bakĥanaliojn

bakĥanalio (eo)

  • γιορτή αφιερωμένη στον Βάκχο
  • όργιο που διεξάγεται με θόρυβο και αταξία