badger
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
badger | badgers |
badger (en)
- (θηλαστικό ζώο) ο ασβός
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | badger |
γ΄ ενικό ενεστώτα | badgers |
αόριστος | badgered |
παθητική μετοχή | badgered |
ενεργητική μετοχή | badgering |
badger (en)