Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

badenano < Βadenο + -an- + o

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική badenano badenanoj
αιτιατική badenanon badenanojn

badenano (eo)

  • ο κάτοικος (μέλος του πληθυσμού) του κρατιδίου του Μπάντεν στην Γερμανία