Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
backyard
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
backyard
backyards
Ετυμολογία
επεξεργασία
backyard
<
back
+
yard
Ουσιαστικό
επεξεργασία
backyard
(en)
η
πίσω
αυλή
⮡
The cunning dog got out from the
backyard
.
Ο πονηρός σκύλος έφυγε από την
πίσω αυλή
.
Πηγές
επεξεργασία
backyard
-
Oxford Learner's Dictionaries