ενικός         πληθυντικός  
backyard backyards

  Ετυμολογία

επεξεργασία
backyard < back + yard

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

backyard (en)

  • η πίσω αυλή
    ⮡  The cunning dog got out from the backyard.
    Ο πονηρός σκύλος έφυγε από την πίσω αυλή.