Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ba.bɔːʁ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bâbord bâbords

bâbord (fr) αρσενικό

  1. το αριστερό μέρος ενός πλοίου, βλέποντας προς την πλώρη
     συνώνυμα: gauche

Αντώνυμα

επεξεργασία