azenĉevalo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | azenĉevalo | azenĉevaloj |
αιτιατική | azenĉevalon | azenĉevalojn |
azenĉevalo (eo)
- το μικρό του μουλαριού
Άλλες γραφές
επεξεργασία- azenchevalo στο H-sistemo
- azencxevalo στο X-sistemo