axilla
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
axilla | axiallae / axillas |
Ετυμολογία
επεξεργασία- axilla < (άμεσο δάνειο) λατινική axilla, υποκοριστικό του ala
Ουσιαστικό
επεξεργασίαaxilla (en)
ενικός | πληθυντικός |
axilla | axiallae / axillas |
axilla (en)