aviado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aviado | aviadoj |
αιτιατική | aviadon | aviadojn |
aviado (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aviado | aviadoj |
αιτιατική | aviadon | aviadojn |
aviado (eo)