aveno
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aveno | avenoj |
αιτιατική | avenon | avenojn |
aveno (eo)
- η βρόμη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aveno | avenoj |
αιτιατική | avenon | avenojn |
aveno (eo)