Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /av.nɑ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
avenant avenants

avenant (fr) αρσενικό

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό avenant avenants
θηλυκό avenante avenantes

avenant (fr)