avenant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
avenant | avenants |
avenant (fr) αρσενικό
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | avenant | avenants |
θηλυκό | avenante | avenantes |
avenant (fr)