Ετυμολογία

επεξεργασία
avatar < χίντι अवतार / اوتار (avatār) < σανσκριτική अवतार (ava-tāra, "κάθοδος μιας θεότητας από τον ουρανό)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

avatar (en)

  1. (στον Ινδουισμό) η ενσάρκωση του θεού Βισνού
  2. (γενικότερα) η ενσάρκωση μιας ιδέας
    • 1886, Robert Louis Stevenson, dedicatory letter to Kidnapped [αντιπαραθέτοντας τον Alan Breac με την ενσάρκωσή του στο μυθιστόρημα].
      And honest Alan, who was a grim fire-eater in his day, has in this new avatar no more desperate purpose than to steal some young gentleman's attention from his Ovid...
  3. (πληροφορική) η ψηφιακή αναπαράσταση ενός προσώπου / όντος
    • 1992 Neal Stephenson, Snow Crash
      The people are pieces of software called avatars. They are the audiovisual bodies that people use to communicate with each other in the Metaverse.
    δείτε επίσης: Avatar (computing) στην αγγλική Βικιπαίδεια

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • avatar στην αγγλική Βικιπαίδεια  



  Ετυμολογία

επεξεργασία
avatar < σανσκριτική अवतार (ava-tāra, "κάθοδος μιας θεότητας από τον ουρανό)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.va.taʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
avatar avatars

avatar (fr) αρσενικό

  1. (στον Ινδουισμό) η ενσάρκωση του θεού Βισνού
  2. (μεταφορικά) η μεταμόρφωση, η τροποποίηση
  3. (συνήθως στον πληθυντικό) η περιπέτεια, η κακοτυχία
  4. (πληροφορική) η ψηφιακή αναπαράσταση ενός προσώπου / όντος