avènement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
avènement | avènements |
avènement (fr) αρσενικό
- ο ερχομός στον θρόνο
- (μεταφορικά) η αρχή της εξουσίας
ενικός | πληθυντικός |
avènement | avènements |
avènement (fr) αρσενικό