Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.vɛn.mɑ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
avènement avènements

avènement (fr) αρσενικό

  1. ο ερχομός στον θρόνο
  2. (μεταφορικά) η αρχή της εξουσίας