παραθετικά
θετικός automatically
συγκριτικός more automatically
υπερθετικός most automatically

Ετυμολογία

επεξεργασία
automatically < automatic + -ally

Επίρρημα

επεξεργασία

automatically (en)

  • αυτόματα, αυτομάτως
      The subscription doesn’t automatically renew upon its expiration.
    Η συνδρομή δεν ανανεώνεται αυτόματα με τη λήξη της.