ενικός         πληθυντικός  
australopithèque australopithèques

  Ετυμολογία

επεξεργασία
australopithèque < λατινική australis + αρχαία ελληνική πίθηκος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɔs.tʁa.lɔ.pi.tɛk/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

australopithèque (fr) αρσενικό