ενικός         πληθυντικός  
aubaine aubaines

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

aubaine (fr) θηλυκό

  1. όφελος, απρόσμενο κέρδος
  2. (ιδιωματικό) εμπόρευμα που πωλείται με έκπτωση