Ετυμολογία

επεξεργασία
attrape-mouche < attraper + mouche

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
attrape-mouche attrape-mouches

attrape-mouche (fr) αρσενικό

  1. σαρκοφάγο φυτό του οποίου τα φύλλα ή τα άνθη κλείνουν παγιδεύοντας τις μύγες που κάθονται πάνω τους
  2. παγίδα για μύγες