ενικός         πληθυντικός  
attendrissement attendrissements

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

attendrissement (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) μαλάκυνση
  2. συγκίνηση

Συγγενικά

επεξεργασία