atrofio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- atrofio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | atrofio | atrofioj |
αιτιατική | atrofion | atrofiojn |
atrofio (eo)
- η ατροφία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | atrofio | atrofioj |
αιτιατική | atrofion | atrofiojn |
atrofio (eo)