Δείτε επίσης: atmósfera

Ουσιαστικό

επεξεργασία

atmosfera (sq)



Ουσιαστικό

επεξεργασία

atmosfera (eu)



Ουσιαστικό

επεξεργασία

atmosfera (bs) θηλυκό



      ενικός         πληθυντικός  
atmosfera atmosfere

Ουσιαστικό

επεξεργασία

atmosfera (it) θηλυκό



Ουσιαστικό

επεξεργασία

atmosfera (ca)



Ουσιαστικό

επεξεργασία

atmosfera (hr) θηλυκό



Ουσιαστικό

επεξεργασία

atmosfera (lt)



Ουσιαστικό

επεξεργασία

atmosfera (ms)



Ουσιαστικό

επεξεργασία

atmosfera (pl) θηλυκό

  1. η ατμόσφαιρα με τις έννοιες:
    • αέρια μάζα που περιβάλλει έναν πλανήτη
    • (κατ επέκταση) αέρας που περιβάλλει ένα χώρο
    • ψυχική διάθεση που επικρατεί
    • (φυσική) μονάδα πίεσης



Ουσιαστικό

επεξεργασία

atmosfera



Ουσιαστικό

επεξεργασία

atmosfera (sr)