atlaso
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | atlaso | atlasoj |
αιτιατική | atlason | atlasojn |
atlaso (eo)
- ο άτλας
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | atlaso | atlasoj |
αιτιατική | atlason | atlasojn |
atlaso (eo)