Ετυμολογία

επεξεργασία
at all <  δείτε τις λέξεις at και all

(not) at all (en)

  • (ιδιωματισμός) (δεν) καθόλου, απολύτως, σε ένδειξη βαθμού, ποσότητας ή συχνότητας μεγαλύτερης του μηδενός
      Do you have any problems at all?
    Έχεις καθόλου προβλήματα;
      Do you remember him at all?
    Τον θυμάσαι καθόλου;
      Did you like your presents at all?
    Σας άρεσαν καθόλου τα δώρα σας;
      I do not know him at all.
    Δεν τον ξέρω καθόλου.
      I’m not at all sure.
    Δεν είμαι καθόλου βέβαιος.
      He is not friendly at all.
    Δεν είναι καθόλου φιλικός
      -Have you finished? -Not at all!
    -Τελείωσες; -Καθόλου!
      What he’s saying makes no sense at all.
    Αυτά που λέει δεν έχουν κανένα απολύτως νόημα.
     συνώνυμα:  anything but, by no means, far from, hardly, in no way, not in the least, not in the slightest και nowhere near

Δείτε επίσης

επεξεργασία