- not in the least < → δείτε τις λέξεις not, in, the και least
not in the least (en)
- (ιδιωματισμός) καθόλου; απολύτως
- ⮡ -Have you finished? -Not in the least!
- -Τελείωσες; -Καθόλου!
- ⮡ I am not tired in the least.
- Δεν είμαι καθόλου κουρασμένος.
- ⮡ It doesn’t matter in the least.
- Δεν έχει καμία απολύτως σημασία.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε την έκφραση at all