astmo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | astmo | astmoj |
αιτιατική | astmon | astmojn |
astmo (eo)
- το άσθμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | astmo | astmoj |
αιτιατική | astmon | astmojn |
astmo (eo)