assyriologue
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
assyriologue | assyriologues |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαassyriologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- επιστήμονας εξειδικευμένος στη μελέτη του ασσυριακού, βαβυλωνιακού, σουμεριακού, ακκαδικού πολιτισμού
ενικός | πληθυντικός |
assyriologue | assyriologues |
assyriologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό