aspido
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aspido | aspidoj |
αιτιατική | aspidon | aspidojn |
aspido (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aspido | aspidoj |
αιτιατική | aspidon | aspidojn |
aspido (eo)