asparago
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | asparago | asparagoj |
αιτιατική | asparagon | asparagojn |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
asparago (eo)
- το σπαράγγι
Ιταλικά (it) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
asparago | asparagi |
Ετυμολογία επεξεργασία
- asparago > αρχαία ελληνική ἀσπάραγος
Ουσιαστικό επεξεργασία
asparago (it)
- το σπαράγγι